αδικημα

αδικημα
    ἀδίκημα
    -ατος τό
    1) несправедливость, неправильный поступок, насилие, обида Her., Plat., Arst.
    

ἀ. τῶν νόμων Dem. — правонарушение

    2) проступок, преступление
    

ἐν ἀδικήματι θέσθαι (θεῖναί) τι Thuc., Dem. — вменить что-л. в преступление

    3) незаконно нажитое, нечестный доход Lys., Plat.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "αδικημα" в других словарях:

  • ἀδίκημα — wrong done neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδίκημα — Πράξη ή παράλειψη αντίθετη με τους νομικούς κανόνες, που έχει ως αποτέλεσμα τη βλάβη ή την προσβολή ενός δημόσιου ή ιδιωτικού αγαθού (ζωή, τιμή, περιουσία κλπ. ατόμων, ακεραιότητα, παραβίαση μυστικών κλπ. της χώρας, ασφάλεια του κρατούντος… …   Dictionary of Greek

  • αδίκημα — το, ατος άδικη πράξη, παράβαση του νόμου: Το αδίκημα που του καταλόγιζαν δεν ήταν σοβαρό …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ιδιώνυμο αδίκημα — Αδίκημα που στοιχειοθετείται ως ιδιαίτερη μορφή ενός άλλου αδικήματος. Για παράδειγμα, το ι.α. της επιταγής αποτελεί ιδιαίτερη μορφή του εγκλήματος της απάτης· αντίστοιχα, η υφαίρεση είναι υπεξαίρεση μεταξύ συγγενών. Ο χαρακτηρισμός ι.α.… …   Dictionary of Greek

  • κἀδίκημα — ἀδίκημα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀδίκημ' — ἀδίκημα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc sg ἀ̱δίκημαι , ἀδικέω to be perf ind mp 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τἀδίκημα — ἀδίκημα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδίκημ' — ἀδίκημα , ἀδίκημα wrong done neut nom/voc/acc sg ἀ̱δίκημαι , ἀδικέω to be perf ind mp 1st sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικημάτων — ἀδίκημα wrong done neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικήμασι — ἀδίκημα wrong done neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδικήμασιν — ἀδίκημα wrong done neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»